- εκτιμητικός
- -ή, -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτίμηση: Εκτιμητική έκθεση.2. το ουδ. ως ουσ., εκτιμητικό έγγραφο που περιέχει τα πορίσματα εκτίμησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.